Απεβίωσε αιφνίδια ο συμπαθής ηθοποιός, τον οποίο εγώ προσωπικά θυμάμαι κυρίως από την συμμετοχή του στο μνημειώδες "Μόναχο" του Σπίλμπεργκ: στην κωμόπολη των ΗΠΑ όπου ζούσα τότε η ταινία είχε παιχτεί σε μία και μοναδική προβολή (κινηματογραφικής λέσχης) την άνοιξη του 2006 και το είχα σκεφτεί πολύ πριν πάω να την δω μια και δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου το προηγούμενο βράδυ ... αλλά άξιζε τον κόπο έστω και μόνο για την σκηνή όπου ο αείμνηστος, ιδιοκτήτης μικρού Αθηναϊκού ξενοδοχείου όπου εξερράγη βόμβα των Ισραηλινών εκδικητών, τους πετάει τα λεφτά που του πέταξαν φεύγοντας για την ζημία κραυγάζοντας στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ -- είναι πολύ πιθανό να ήμουν ο μόνος που το κατάλαβε στην κατάμεστη αίθουσα, μια και δεν δόθηκε υπότιτλος -- "αυτά να τα πάρεις και να τα βάλεις στον κώλο σου"!
Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013
Τρίτη 30 Ιουλίου 2013
Η Ελλάδα αφτιασίδωτη
Η παρακάτω παράγραφος προέρχεται από συντομότατη και γλαφυρότατη αυτοβιογραφία της Ελένης Καραΐνδρου που κυκλοφορεί ακόμη στο διαδίκτυο, για παράδειγμα εδώ. Κάποιοι φίλοι μάλλον με έχουν ξαναδεί να την δημοσιεύω αλλού, και όχι τυχαία -- αναβλύζει από μέσα της η Ελλάδα που ξεχάσαμε, με συγκινεί όσο πολύ λίγα κείμενα:
Φεύγουμε με τη μάνα μου από το χωριό για να συναντήσουμε στην Αθήνα τον πατέρα μου. Εχει διοριστεί εκεί εκπαιδευτικός. Με φορτώνουν σε ένα μουλάρι πάνω σε μία κόκκινη βελέντζα. Η μάνα μου πεζή. Περνάμε δάση από δρυς και κατακόκκινες κουμαριές. Φτάνουμε σε ένα χάνι και βλέπω ένα τέρας με τεράστια μάτια και παράξενο βρυχηθμό. Είναι το φορτηγό που θα μας παραλάβει. Πρώτη φορά βλέπω αυτοκίνητο.
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013
'Ανθρωπορραγία'
Κατάγομαι εκ πατρός από το Ικόνιο (Konya) της Μικράς Ασίας, ακριβέστερα από την παρακείμενη, Ελληνόφωνη ως το 1924, κωμόπολη της Σύλλης (Sille). Για την Σύλλη θα ήθελα να φτιάξω κάποτε ξεχωριστό ιστολόγιο, σήμερα όμως παραθέτω εδώ μία και μόνη παράγραφο για χάρη της:
Η πρώτη αιμορραγία (ανθρωπορραγία εννοεί) έγινε το 1923 με την εξαναγκαστική ανταλλαγή του Χριστιανικού πληθυσμού. Οι οποίοι δεν επέστρεψαν ποτέ και άρχισε να λιγοστεύει ο πληθυσμός. Η πέτρα της Σύλλης ήταν τόσο πολύτιμη που κάποια εποχή μεταφέρονταν από τα λατομεία στο κέντρο πάνω σε ράγιες. Τα λατομεία ήταν αυτά που έθρεφαν τους κατοίκους. Όταν έκλεισαν καταργήθηκε και ο σιδηρόδρομος και αυτό σαν γεγονός ήταν ένα ακόμη χαστούκι για τους κατοίκους. Με το βάρος της ανεργίας, την δεκαετία του '80 οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Ικόνιο πουλώντας τα σπίτια τους.
Τα παραπάνω γράφονται από τον μεταφραστή ή την μεταφράστρια από τα Τουρκικά ενός πρόσφατου άρθρου για την Σύλλη, με πρωτεύουσα γλώσσα την Τουρκική -- εξ ου και η άγνοια της Ελληνικότατης και πανάρχαιας λέξης "αιμορραγία" (που προφανώς υπάρχει και στα Τουρκικά, πιθανώς ως έμμεσο ή άμεσο δάνειο από τα Ελληνικά)! Θεώρησε δηλαδή ο μεταφραστής ότι η μεταφορική χρήση της "αιμορραγίας" (και έμμεση παρομοίωση του πληθυσμού μιας πόλης με το αίμα ενός ζωντανού οργανισμού) υπάρχει μόνο στα Τουρκικά, και αποφάσισε να ονομάσει την εκροή πληθυσμού της Σύλλης μετά το 1923 "ανθρωπορροή" ή, ακόμη καλύτερα, "ανθρωπορραγία"! Έστω και κατά λάθος, έστω και στιγμιαία, η Ελληνική εμπλουτίζεται με μια υπέροχη λέξη, με διπλό μάλιστα νόημα ... αν σκεφτεί κανείς πόσο 'ραγίζει' ο άνθρωπος όταν εγκαταλείπει την πατρίδα του ... και την λέξη αυτή μας χαρίζει, λαθρότυχα*, ο λαός που, με λίγη απαισιοδοξία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικά προορισμένος να μας αφανίσει...
*δική μου επινόηση η "λαθροτυχία" για την Κεϋλανικής προέλευσης serendipity :-)
Η πρώτη αιμορραγία (ανθρωπορραγία εννοεί) έγινε το 1923 με την εξαναγκαστική ανταλλαγή του Χριστιανικού πληθυσμού. Οι οποίοι δεν επέστρεψαν ποτέ και άρχισε να λιγοστεύει ο πληθυσμός. Η πέτρα της Σύλλης ήταν τόσο πολύτιμη που κάποια εποχή μεταφέρονταν από τα λατομεία στο κέντρο πάνω σε ράγιες. Τα λατομεία ήταν αυτά που έθρεφαν τους κατοίκους. Όταν έκλεισαν καταργήθηκε και ο σιδηρόδρομος και αυτό σαν γεγονός ήταν ένα ακόμη χαστούκι για τους κατοίκους. Με το βάρος της ανεργίας, την δεκαετία του '80 οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Ικόνιο πουλώντας τα σπίτια τους.
Τα παραπάνω γράφονται από τον μεταφραστή ή την μεταφράστρια από τα Τουρκικά ενός πρόσφατου άρθρου για την Σύλλη, με πρωτεύουσα γλώσσα την Τουρκική -- εξ ου και η άγνοια της Ελληνικότατης και πανάρχαιας λέξης "αιμορραγία" (που προφανώς υπάρχει και στα Τουρκικά, πιθανώς ως έμμεσο ή άμεσο δάνειο από τα Ελληνικά)! Θεώρησε δηλαδή ο μεταφραστής ότι η μεταφορική χρήση της "αιμορραγίας" (και έμμεση παρομοίωση του πληθυσμού μιας πόλης με το αίμα ενός ζωντανού οργανισμού) υπάρχει μόνο στα Τουρκικά, και αποφάσισε να ονομάσει την εκροή πληθυσμού της Σύλλης μετά το 1923 "ανθρωπορροή" ή, ακόμη καλύτερα, "ανθρωπορραγία"! Έστω και κατά λάθος, έστω και στιγμιαία, η Ελληνική εμπλουτίζεται με μια υπέροχη λέξη, με διπλό μάλιστα νόημα ... αν σκεφτεί κανείς πόσο 'ραγίζει' ο άνθρωπος όταν εγκαταλείπει την πατρίδα του ... και την λέξη αυτή μας χαρίζει, λαθρότυχα*, ο λαός που, με λίγη απαισιοδοξία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικά προορισμένος να μας αφανίσει...
*δική μου επινόηση η "λαθροτυχία" για την Κεϋλανικής προέλευσης serendipity :-)
Τρίτη 18 Ιουνίου 2013
Λευκή πανσέληνος;
Είχα την εντύπωση ότι "(η)λιόκρουση" είναι το άσπρο φεγγάρι που φαίνεται αχνά στον ουρανό, λίγο ή και αρκετά πριν το ηλιοβασίλεμα. Νόμιζα μάλιστα πως η λέξη προέρχεται από τον Καζαντζάκη, αυτός όμως με διαψεύδει στους στίχους 1203-1207 της Ραψωδίας Ξ της "Οδύσσειας":
Ο γήλιος πίσω πίσω πια βασίλευε κι ανηφορούσε αντίκρα,
µαλαµατένιο µες στη λιόκρουση τ’ ολόγιοµο φεγγάρι·
τ' άστρα τα δυο αχνογέλασαν γνεφτά σαν άντρας και γυναίκα
και χώρισαν· ο γήλιος κύλησε µες στα βουνά και χάθη
και το φεγγάρι χλώµιασε κι αργά στο σούρουπο εκρεµάστη.
Τόσο μαλαματένιο λοιπόν το φεγγάρι της λιόκρουσης ... που ειδικά στην Κεφαλονιά "λιόκρουση" σημαίνει "ίκτερος";! Και υποχρεωτικά ολόγιομο; Όταν δηλαδή δεν πάμε για πανσέληνο ο ήλιος δεν κρούει το φεγγάρι, δεν το λευκαίνει πριν δύσει; Τελευταία μου ελπίδα ο Μίνως Αργυράκης και το διήγημα του Ηλιόκρουση στο Montparnasse (Η ΛΕΞΗ, τεύχος 20, σελ. 814-817, Δεκέμβριος 1982):
Και την ξανακοίταξα. "Μη μ' αφήνεις!... μη μ' αφήνεις..." τραγουδούν τα βλέφαρα της. Μοιάζει με τη Σελήνη, την ώρα που παίρνει τη θέση του Ήλιου. Την ώρα της Ηλιόκρουσης. Μόλις πάει αυτός να ξαπλώσει στο καθημερινό βουνίσιο κρεβάτι του. Τα μάτια της είναι τώρα μεγάλα ανοιγμένα αμύγδαλα, βουρκώνουν, βρέχονται, μουσκεύουν από μέσα, μα δε θέλουν να το δείξουν. Χαμογελούν όμως, κρύβουν και βουλώνουν μια σχισμή, μια χαραμάδα, απ' όπου ήταν έτοιμα να κατρακυλήσουν τα δάκρυα της. Οι φεγγαροσταγόνες της. Μα δεν τ' άφηνε. Ακούει πάλι το τραγούδι πολλές φορές και τώρα πια τα χαμόγελα μας βγάζουν καρπούς από δυνατά γέλια, ασυγκράτητα, φωναχτά. Ουρλιαχτό χαράς, ευφορίας. Είχαμε ξαφνικά γνωριστεί. Γεννιόμαστε από της ίδια μελωδία. Κι ακόμα δεν είχανε περάσει παρά μερικές ώρες από την ώρα που την συνάντησα χθες τη νύχτα αργά, μετά τα μεσάνυχτα, στο μπαρ "Τα Σύννεφα".
Ο γήλιος πίσω πίσω πια βασίλευε κι ανηφορούσε αντίκρα,
µαλαµατένιο µες στη λιόκρουση τ’ ολόγιοµο φεγγάρι·
τ' άστρα τα δυο αχνογέλασαν γνεφτά σαν άντρας και γυναίκα
και χώρισαν· ο γήλιος κύλησε µες στα βουνά και χάθη
και το φεγγάρι χλώµιασε κι αργά στο σούρουπο εκρεµάστη.
Τόσο μαλαματένιο λοιπόν το φεγγάρι της λιόκρουσης ... που ειδικά στην Κεφαλονιά "λιόκρουση" σημαίνει "ίκτερος";! Και υποχρεωτικά ολόγιομο; Όταν δηλαδή δεν πάμε για πανσέληνο ο ήλιος δεν κρούει το φεγγάρι, δεν το λευκαίνει πριν δύσει; Τελευταία μου ελπίδα ο Μίνως Αργυράκης και το διήγημα του Ηλιόκρουση στο Montparnasse (Η ΛΕΞΗ, τεύχος 20, σελ. 814-817, Δεκέμβριος 1982):
Και την ξανακοίταξα. "Μη μ' αφήνεις!... μη μ' αφήνεις..." τραγουδούν τα βλέφαρα της. Μοιάζει με τη Σελήνη, την ώρα που παίρνει τη θέση του Ήλιου. Την ώρα της Ηλιόκρουσης. Μόλις πάει αυτός να ξαπλώσει στο καθημερινό βουνίσιο κρεβάτι του. Τα μάτια της είναι τώρα μεγάλα ανοιγμένα αμύγδαλα, βουρκώνουν, βρέχονται, μουσκεύουν από μέσα, μα δε θέλουν να το δείξουν. Χαμογελούν όμως, κρύβουν και βουλώνουν μια σχισμή, μια χαραμάδα, απ' όπου ήταν έτοιμα να κατρακυλήσουν τα δάκρυα της. Οι φεγγαροσταγόνες της. Μα δεν τ' άφηνε. Ακούει πάλι το τραγούδι πολλές φορές και τώρα πια τα χαμόγελα μας βγάζουν καρπούς από δυνατά γέλια, ασυγκράτητα, φωναχτά. Ουρλιαχτό χαράς, ευφορίας. Είχαμε ξαφνικά γνωριστεί. Γεννιόμαστε από της ίδια μελωδία. Κι ακόμα δεν είχανε περάσει παρά μερικές ώρες από την ώρα που την συνάντησα χθες τη νύχτα αργά, μετά τα μεσάνυχτα, στο μπαρ "Τα Σύννεφα".
Παρασκευή 31 Μαΐου 2013
29 Μαΐου 1453
Μεσημέρι από νύχτα
Και μήτ' ένας πλάι του
Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές
πού 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα
ν'αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Με δυο μέρες καθυστέρηση ... θυμάμαι τον "τελευταίο Έλληνα" Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και την μοναξιά του εκείνη την νύχτα που έγινε ή έβγαλε ξαφνικά μεσημέρι, τις λέξεις που έγιναν ξαφνικά λαμπρό σπαθί ...
Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ' εμόν εστιν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα ζωής ημών.
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα
έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια
Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός
κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει
Η κάθε μια σταγόνα από τον ιδρώτα της μάχης, ίσως; Κάποιους αιώνες αργότερα, αυτός που τόσο ποιητικά τον θυμήθηκε βλέπει και πάλι την θάλασσα να γυαλίζει:
Θάμπωναν τα μάτια μου καταμεσήμερο Ιουλίου από τις άπειρες κοψιές του ήλιου μες στα κύματα, που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι ελαιώνες, τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει...
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες
έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια
που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα
"Τελευταίος Έλληνας" ή "πρώτος Έλληνας"; Η απέλπιδα αντίσταση του έγινε εικόνισμα για τους μακρινούς καιρούς της παλιγγενεσίας -- αλλά και για τους τωρινούς καιρούς της νέας υποδούλωσης!
[Ολόκληρο το ποίημα εδώ.]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)